- σαλβίνια
- η, Νβοτ. γένος πτεριδοφύτων, μοναδικό τής οικογένειας σαλβινιίδες, που ανήκει στην τάξη σαλβινιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη μικροσκοπικών φυτών, τα οποία επιπλέουν σε στάσιμα ή αργοκινούμενα γλυκά νερά τών εύκρατων χωρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salvinia, από το όν. τού Ιταλού γλωσσολόγου Αntonio Salvini].
Dictionary of Greek. 2013.