σαλβίνια

σαλβίνια
η, Ν
βοτ. γένος πτεριδοφύτων, μοναδικό τής οικογένειας σαλβινιίδες, που ανήκει στην τάξη σαλβινιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη μικροσκοπικών φυτών, τα οποία επιπλέουν σε στάσιμα ή αργοκινούμενα γλυκά νερά τών εύκρατων χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salvinia, από το όν. τού Ιταλού γλωσσολόγου Αntonio Salvini].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαλβινιίδες — (Salvimaceae). Οικογένεια πτε ριδόφυτων της τάξης των υδροπτεριδωδών με μοναδικό γένος τη σαλβινία. Η σαλβινία αριθμεί 11 είδη, όλα υδρόβια, ιθαγενή των εύκρατων χωρών. Οι σ. δεν έχουν ρίζες αλλά μόνο σπόνδυλους, με τρία φύλλα ο καθένας, που… …   Dictionary of Greek

  • πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • σαλβινιώδη — τα, Ν βοτ. τάξη πτεριδοφύτων που ανήκει στην κλάση πολυδιόψιδα και περιλαμβάνει τις οικογένειες σαλβινιίδες και αζολλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. salviniales, βλ. λ. σαλβίνια] …   Dictionary of Greek

  • υδροπτέριδες — (hydropteridae). Τάξη πτεριδόφυτων της κλάσης των πτεριδικών, που έχουν δύο ειδών σπόρια (μακροσποριάγγεια και μικροσποριάγγεια), χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από τις άλλες φτέρες. Το έμβρυο των υ. αναπτύσσεται απευθείας σε ένα νέο φυλλοφόρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”